- Ἀθήνης
- Ἀθήνευςmasc nom plἈθήνευςmasc nom/voc plἈθήνηcasting votefem gen sg (attic epic ionic)Ἀθῆναιthe city of Athensfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀθήνῃς — Ἀθήνη casting vote fem dat pl (epic) Ἀθῆναι the city of Athens fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Atthis — ATTHIS, ĭdos, Gr. Ἀτθὶς, ίθος, (⇒ Tab. XXVIII.) des Cranaus Tochter, von welcher die Landschaft Attica den Namen bekommen hat, da sie vorher Actäa hieß. Pausan. Attic. c. 2. Einige wollen, daß sie eben die Prinzessinn gewesen, welche hernachmals… … Gründliches mythologisches Lexikon
ιππήλατος — η, ο (Α ἱππήλατος, ον) νεοελλ. αυτός που σύρεται από άλογα («ιππήλατα λεωφορεία») αρχ. 1. αυτός που διατρέχεται από άλογα, κατάλληλος για ιππασία ή αρματοδρομία («ἱππήλατος ὁδός» αμαξιτός δρόμος, Λουκιαν.) 2. εύκολος, ευχερής 3. εύκολα προσιτός… … Dictionary of Greek
σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις … Dictionary of Greek